- αλλόπιστος
- -η, -οαλλόθρησκος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλλόπιστος — η, ο (Μ ἀλλόπιστος, ον) αυτός που έχει άλλη πίστη, που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα, ο αλλόθρησκος νεοελλ. αυτός που πράττει αντίθετα στην πίστη του, ο ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + πιστός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστώ] … Dictionary of Greek
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλοπιστώ — ( έω) αλλαξοπιστώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστεύω] … Dictionary of Greek
δαιμονόπιστος — η, ο 1. αυτός που πιστεύει στους δαίμονες 2. ο μη χριστιανός, ο αλλόπιστος … Dictionary of Greek
ετερόφρων — ον (ΑΜ ἑτερόφρων, ον) 1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος 2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος μσν. αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος 2. (για φυσικά… … Dictionary of Greek